πορεῖν

πορεῖν
πορεῑν (defect. aor. 2, (πορεν), ἔπορον; πόρε; πορών.)
a have offered, given

ὥς τέ οἱ αὐτὰ Ζηνὸς παῖς ἔπορεν δαμασίφρονα χρυσόν O. 13.76

τῷ μὲν Ἀπόλλων ἅ τε Πυθὼ κῦδος ἐξ ἀμφικτιόνων ἔπορεν ἱπποδρομίας P. 4.67

μήτ' ὦν τινι πῆμα πορών P. 4.297

πόρεν τε κίθαριν P. 5.65

γλυκυτάτᾳ γενεᾷ εὐώνυμον κτεάνων κρατίσταν χάριν πορών P. 11.58

ἐπεί σφιν Αἰακίδαι ἔπορον ἔξοχον αἶσαν N. 6.47

πάντα δ' ἐξειπεῖν, ὅσ ἀγώνιος Ἑρμᾶς Ἡροδότῳ ἔπορεν (ἔμπορεν v. l.: Ἡροδότοἰ ἔπορεν coni. Turyn: πέπορεν Maas) I. 1.61

ἐν Κρίσᾳ δ' εὐρυσθενὴς εἶδ Ἀπόλλων μιν πόρε τ ἀγλαίαν I. 2.18

τόνδε πορὼν γενεᾷ θαυμαστὸν ὕμνον (sc. Ποσειδάν) I. 4.21

ἄμμι δ' ὦ χρυσέᾳ κόμᾳ θάλλων, πόρε, Λοξία, τεαῖσιν ἁμίλλαισιν εὐανθέα καὶ Πυθόι στέφανον I. 7.49

add. inf.,

καί ῥά μιν Μάγνητι φέρων πόρε Κενταύρῳ διδάξαι P. 3.45

ἔνθεν δ' ὔμμι Λατοίδας ἔπορεν Λιβύας πεδίον σὺν θεῶν τιμαῖς ὀφέλλειν P. 4.259

ὑμῖν ἄνευθ' ἐπαγορίας ἔπορεν, ὦ παῖδες, ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 6. ]πορεν Ἡρακλει πρωτω[ P. Oxy. 2622, fr. 1. 8. ad ?fr. 346. c. acc. pers., Κύκνου τε θανάτῳ πόρεν (sc. Ἀχιλλεύς) O. 2.82
b have gained

κενεὰ πνεύσαις ἔπορε μόχθῳ βραχύ τι τερπνόν O. 10.93


Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πορεῖν — πόρω furnish aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πόρω — Α 1. παρέχω, προσφέρω, δίνω (α. «ἣν διὰ μαντοσύνην τὴν οἱ πόρε Φοῑβος Ἀπόλλων», Ομ. Ιλ. β. «αὐτὰρ ἐμοὶ καὶ ἀμέτρητον πένθος πόρε δαίμων», Ομ. Οδ.) 2. πορεύω, οδηγώ, φέρνω κάποιον κάπου («εἴ τις... δεῡρο Θησέα πόροι», Σοφ.) 3. φρ. α) «υἱov πορεῑν… …   Dictionary of Greek

  • пора — I пора отверстие (в коже, поверхности) . Через нем. Роrе – то же (с XVIII в.; см. Шульц–Баслер 2, 596) из лат. роrum от греч. πόρος пора, проход . II пора укр. пора время, пора, возраст , болг. пора возраст , польск. роrа случай, пора .… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • MYIODES — apud Plinium l. 29. c. 6. Nullum animal minus docile existimatur, minorisveintellectus: eô mirabilius est Olympicô sacrô certamine, nubes earum immolatô tauro Deo, quam Myioden vocant, extra territoriun id abire: quibusdam idem videtur cum Iove… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κοτυληδόνα — (Cotyledon). Γένος θαμνωδών φυτών της οικογένειας των κρασουλιδών (δικοτυλήδονα), με κέντρο εξάπλωσης την Αφρική· ορισμένα είδη καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Στην Ελλάδα, κυρίως στη νότια, συναντώνται επτά είδη που αυτοφύονται πάνω σε βράχους… …   Dictionary of Greek

  • per-2: B. per-, perǝ- —     per 2: B. per , perǝ     English meaning: to carry over, bring; to go over, fare     Deutsche Übersetzung: “hinũberfũhren or bringen or kommen, ũbersetzen, durchdringen, fliegen”     Note: not certainly from per 2: C. to separate… …   Proto-Indo-European etymological dictionary

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”